σάρωθρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σάρωθρο | τα | σάρωθρα |
γενική | του | σαρώθρου & σάρωθρου |
των | σαρώθρων |
αιτιατική | το | σάρωθρο | τα | σάρωθρα |
κλητική | σάρωθρο | σάρωθρα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
επεξεργασία
- σάρωθρο < σαρώνω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σάρωθρο ουδέτερο
- η σκούπα (συνήθως η φτιαγμένη από κλαδιά).
- Πάρε το σάρωθρο κι άρχιζε να σκουπίζεις.
- μηχάνημα καθαρισμού
- Νέο επαναφορτιζόμενο σάρωθρο για επαγγελματίες χρήστες.
- όχημα καθαρισμού δρόμων, κήπου κ.λ.π.
- Σάρωθρο δρόμων και πλατειών.