πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σάρωθρο τα σάρωθρα
      γενική του σαρώθρου
& σάρωθρου
των σαρώθρων
    αιτιατική το σάρωθρο τα σάρωθρα
     κλητική σάρωθρο σάρωθρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αυτοσχέδιο σάρωθρο από κλαδιά

Ετυμολογία

επεξεργασία
σάρωθρο < σαρώνω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σάρωθρο ουδέτερο

  1. η σκούπα (συνήθως η φτιαγμένη από κλαδιά).
    Πάρε το σάρωθρο κι άρχιζε να σκουπίζεις.
  2. μηχάνημα καθαρισμού
    Νέο επαναφορτιζόμενο σάρωθρο για επαγγελματίες χρήστες.
  3. όχημα καθαρισμού δρόμων, κήπου κ.λ.π.
    Σάρωθρο δρόμων και πλατειών.

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία