σάρωθρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σάρωθρο < σαρώνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
σάρωθρο ουδέτερο
- η σκούπα (συνήθως η φτιαγμένη από κλαδιά).
- Πάρε το σάρωθρο κι άρχιζε να σκουπίζεις.
- μηχάνημα καθαρισμού
- Νέο επαναφορτιζόμενο σάρωθρο για επαγγελματίες χρήστες.
- όχημα καθαρισμού δρόμων, κήπου κ.λ.π.
- Σάρωθρο δρόμων και πλατειών.