κωλόπραμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κωλόπραμα ουδέτερο
- (χυδαίο) άχρηστο, σκάρτο, χαλασμένο, μη αποδοτικό αντικείμενο που δεν κάνει όσα έπρεπε
κωλόπραμα ουδέτερο