Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κωλόπραμα τα κωλοπράματα
      γενική του κωλοπράματος των κωλοπραμάτων
    αιτιατική το κωλόπραμα τα κωλοπράματα
     κλητική κωλόπραμα κωλοπράματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κωλόπραμα < κωλό- + πράμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κωλόπραμα ουδέτερο

  • (χυδαίο) άχρηστο, σκάρτο, χαλασμένο, μη αποδοτικό αντικείμενο που δεν κάνει όσα έπρεπε

  Μεταφράσεις επεξεργασία