↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κωλόμουνο τα κωλόμουνα
      γενική του κωλόμουνου των κωλόμουνων
    αιτιατική το κωλόμουνο τα κωλόμουνα
     κλητική κωλόμουνο κωλόμουνα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κωλόμουνο < κωλό- + μουν(ί) + -ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κωλόμουνο ουδέτερο (αργκό) (χυδαίο)

  1. (κυριολεκτικά) αναφορά σε σεξουαλική επιθυμία ή πράξη που σχετίζεται με τον πρωκτό και το αιδοίο.
    Θέλετε λοιπόν να δείτε το κωλόμουνό μου, κύριοι; Εντάξει, αλλά θα σας κοστίσει λίγο ακριβά.
  2. υποτιμητικός χαρακτηρισμός ή προσφώνηση (αναξαρτήτως φύλου), παρόμοιος του μαλάκα
    Ρε κωλόμουνο, περούκα είναι αυτό που φοράς;