Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κωδικολόγιο τα κωδικολόγια
      γενική του κωδικολόγιου
κωδικολογίου
των κωδικολόγιων
κωδικολογίων
    αιτιατική το κωδικολόγιο τα κωδικολόγια
     κλητική κωδικολόγιο κωδικολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κωδικολόγιο < κωδικ(ος) + -ο- + -λόγιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κωδικολόγιο ουδέτερο

  • κατάλογος με κωδικούς
  • ※  Οι ελεγκτές-χρήστες του συστήματος θα αντλούν τα πρωτογενή δεδομένα που απέστειλαν οι τράπεζες σε ενιαίο κωδικολόγιο ([1])

  Μεταφράσεις επεξεργασία