Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυριούλα οι κυριούλες
      γενική της κυριούλας
    αιτιατική την κυριούλα τις κυριούλες
     κλητική κυριούλα κυριούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυριούλα < κυρία + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυριούλα θηλυκό

  1. χαρακτηρισμός ηλικιωμένης γυναίκας που δείχνει συμπάθεια ή λύπηση
    ήρθε και έκατσε δίπλα μου μια πολύ συμπαθητική κυριούλα

  Μεταφράσεις επεξεργασία