κυριλίκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κυριλίκι | τα | κυριλίκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κυριλίκι | τα | κυριλίκια |
κλητική | κυριλίκι | κυριλίκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυριλίκι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) ο κυριλέ τρόπος ή συμπεριφορά
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυριλίκι
|