κυριλέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.ɾiˈle/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐ρι‐λέ
Επίθετο
επεξεργασίακυριλέ άκλιτο
- (προφορικό, ειρωνικό) σικ, πολύ προσεγμένος [2]
- ※ Πρώτα απ' όλα πιάνουμε πάντα ένα τραπέζι στη γωνία, δεν θέλω να με δει κανείς να τρώω στο κυριλέ εστιατόριο. (Αντώνης Γκόλτσος, Η αφιέρωση, εκδ. Μεταίχμιο, 2016 [1])
- ※ Και βέβαια άντρες και γυναίκες που φορούσαν ρούχα πιο κυριλέ και είχαν την άνεση ανθρώπων που είχαν περάσει κάμποσες ώρες σε στέκια κοσμοπολίτικα, μεγαλοαστικά (Μάνος Κοντολέων, Δυο φορές Άνοιξη, εκδ. Πατάκη, 2016 [2])
Παράγωγα
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίακυριλέ
- με κυριλέ τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κυριλέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ κυριλέ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)