κυνέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυνέω < θέμα *κυ(σ)- όπως στον αρχαϊκό αόριστο ἔκυσα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kus- (φιλώ). Έρρινο θέμα *ku-ne-s ενεστώτα (*κυ-ν-εσ-μι).[1]
- Συγγενή: πρωτογερμανική *kussijaną (> γερμανική küssen, αγγλική kiss)
- Για τη γραφή με δύο σίγμα (όπως ἔκυσσα, κύσσω), ενδιαφέρουσα η χεττιτική ? (kuu̯ašš-zi). [2]
Ρήμα
επεξεργασίακῠνέω / κυνῶ
- ασπάζομαι, φιλώ
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 21 (φ. Τόξου θέσις.), στίχ. 225 (222-225)
- τὼ δ᾽ ἐπεὶ εἰσιδέτην εὖ τ᾽ ἐφράσσαντο ἕκαστα, | κλαῖον ἄρ᾽ ἀμφ᾽ Ὀδυσῆϊ δαΐφρονι χεῖρε βαλόντε, | καὶ κύνεον ἀγαπαζόμενοι κεφαλήν τε καὶ ὤμους. | ὣς δ᾽ αὔτως Ὀδυσεὺς κεφαλὰς καὶ χεῖρας ἔκυσσε.
- Οι δυο μόλις την είδαν με τα μάτια τους και την ψηλάφησαν καλά, | σε θρήνο ξέσπασαν, απλώνοντας τα χέρια εναγκαλίζονται | τον αντρειωμένο Οδυσσέα και τρυφερά πήραν να τον φιλούν στην κεφαλή του και στους ώμους. | Το ίδιο εκείνος, τους ασπάστηκε στα χέρια και στο πρόσωπο.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- τὼ δ᾽ ἐπεὶ εἰσιδέτην εὖ τ᾽ ἐφράσσαντο ἕκαστα, | κλαῖον ἄρ᾽ ἀμφ᾽ Ὀδυσῆϊ δαΐφρονι χεῖρε βαλόντε, | καὶ κύνεον ἀγαπαζόμενοι κεφαλήν τε καὶ ὤμους. | ὣς δ᾽ αὔτως Ὀδυσεὺς κεφαλὰς καὶ χεῖρας ἔκυσσε.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἄλκηστις, στίχ. 183 (183-184)
- κυνεῖ δὲ προσπίτνουσα, πᾶν δὲ δέμνιον | ὀφθαλμοτέγκτῳ δεύεται πλημμυρίδι.
- Πέφτει, φιλεί το στρώμα, και η πλημμύρα | από τα δυο της μάτια το ᾽βρεξε όλο.
- Μετάφραση (1972): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- κυνεῖ δὲ προσπίτνουσα, πᾶν δὲ δέμνιον | ὀφθαλμοτέγκτῳ δεύεται πλημμυρίδι.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 1207 (1206-1208)
- ᾤμωξε δ᾽ εὐθὺς καὶ περιπτύξας χέρας | κυνεῖ προσαυδῶν τοιάδ᾽· Ὦ δύστηνε παῖ, | τίς σ᾽ ὧδ᾽ ἀτίμως δαιμόνων ἀπώλεσεν;
- Βογκάει, τυλίγει τα χέρια του γύρω της και τη φιλάει, | ενώ της μίλαε και της έλεγε: «Δύσμοιρη κόρη, | ποιός θεός θέλησε για σένα ένα τέλος τόσο ελεεινό;
- Μετάφραση (2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
- ᾤμωξε δ᾽ εὐθὺς καὶ περιπτύξας χέρας | κυνεῖ προσαυδῶν τοιάδ᾽· Ὦ δύστηνε παῖ, | τίς σ᾽ ὧδ᾽ ἀτίμως δαιμόνων ἀπώλεσεν;
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 788 (788-790)
- μὰ Δί᾽ οὐκ ἐκεῖνος, ἀλλ᾽ ἔκυσε μὲν Αἰσχύλον, | ὅτε δὴ κατῆλθε, κἀνέβαλε τὴν δεξιὰν | κἄνεικος ὑπεχώρησεν αὐτῷ τοῦ θρόνου.
- Φίλησε τον Αισχύλο, εδώ σαν ήρθε, | τον έπιασε απ᾽ το χέρι, και χωρίς | αξίωση του αναγνώρισε το θρόνο.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα:Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- μὰ Δί᾽ οὐκ ἐκεῖνος, ἀλλ᾽ ἔκυσε μὲν Αἰσχύλον, | ὅτε δὴ κατῆλθε, κἀνέβαλε τὴν δεξιὰν | κἄνεικος ὑπεχώρησεν αὐτῷ τοῦ θρόνου.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 21 (φ. Τόξου θέσις.), στίχ. 225 (222-225)
- προσκυνώ, υποκλίνομαι
Σύνθετα
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
κυσ- κυσσ- κυν-
κυσ- κυσσ- κυν-
δείτε και τα παράγωγά τους, όπως προσκύνησις, προσκυνητής
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΡηματικοί τύποι:
- επικός τύπος : παρατατικός κύνεον
- ποιητικός τύπος: μέλλοντας κύσσω
- ποιητικός τύπος: αόριστος ἔκῠσα
- επικός τύπος : αόριστος κύσα, ἔκυσσα, κύσσα
- (ελληνιστική κοινή): μέλλοντας κύσω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v. προσκυνώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ κυνέω σελ. 803 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- κυνέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κυνέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.