Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κύσω και ποιητ. κύσσω

  • α΄ ενικό πρόσωπο οριστικής μέλλοντα του ρήματος κυνέω (φιλώ)