κυμβαλισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυμβαλισμός < αρχαία ελληνική κυμβαλισμός < κυμβαλίζω < κύμβαλον
Ουσιαστικό
επεξεργασίακυμβαλισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κυμβαλίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία κυμβαλισμός
|