κυμβαλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυμβαλίζω < αρχαία ελληνική κυμβαλίζω < κύμβαλον
Ρήμα
επεξεργασίακυμβαλίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- κυμβαλισμός
- → δείτε τη λέξη κύμβαλο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κυμβαλίζω | κυμβάλιζα | θα κυμβαλίζω | να κυμβαλίζω | κυμβαλίζοντας | |
β' ενικ. | κυμβαλίζεις | κυμβάλιζες | θα κυμβαλίζεις | να κυμβαλίζεις | κυμβάλιζε | |
γ' ενικ. | κυμβαλίζει | κυμβάλιζε | θα κυμβαλίζει | να κυμβαλίζει | ||
α' πληθ. | κυμβαλίζουμε | κυμβαλίζαμε | θα κυμβαλίζουμε | να κυμβαλίζουμε | ||
β' πληθ. | κυμβαλίζετε | κυμβαλίζατε | θα κυμβαλίζετε | να κυμβαλίζετε | κυμβαλίζετε | |
γ' πληθ. | κυμβαλίζουν(ε) | κυμβάλιζαν κυμβαλίζαν(ε) |
θα κυμβαλίζουν(ε) | να κυμβαλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κυμβάλισα | θα κυμβαλίσω | να κυμβαλίσω | κυμβαλίσει | ||
β' ενικ. | κυμβάλισες | θα κυμβαλίσεις | να κυμβαλίσεις | κυμβάλισε | ||
γ' ενικ. | κυμβάλισε | θα κυμβαλίσει | να κυμβαλίσει | |||
α' πληθ. | κυμβαλίσαμε | θα κυμβαλίσουμε | να κυμβαλίσουμε | |||
β' πληθ. | κυμβαλίσατε | θα κυμβαλίσετε | να κυμβαλίσετε | κυμβαλίστε | ||
γ' πληθ. | κυμβάλισαν κυμβαλίσαν(ε) |
θα κυμβαλίσουν(ε) | να κυμβαλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κυμβαλίσει | είχα κυμβαλίσει | θα έχω κυμβαλίσει | να έχω κυμβαλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κυμβαλίσει | είχες κυμβαλίσει | θα έχεις κυμβαλίσει | να έχεις κυμβαλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κυμβαλίσει | είχε κυμβαλίσει | θα έχει κυμβαλίσει | να έχει κυμβαλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κυμβαλίσει | είχαμε κυμβαλίσει | θα έχουμε κυμβαλίσει | να έχουμε κυμβαλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κυμβαλίσει | είχατε κυμβαλίσει | θα έχετε κυμβαλίσει | να έχετε κυμβαλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κυμβαλίσει | είχαν κυμβαλίσει | θα έχουν κυμβαλίσει | να έχουν κυμβαλίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κυμβαλίζω
|