κυλόττα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κυλόττα | οι | κυλόττες |
γενική | της | κυλόττας | των | κυλοττών |
αιτιατική | την | κυλόττα | τις | κυλόττες |
κλητική | κυλόττα | κυλόττες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυλόττα < (λόγιο δάνειο) γαλλική culotte + -α
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυλόττα θηλυκό
- παρωχημένη γραφή του κιλότα κατά τη γαλλική ορθογραφία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυλόττα
→ δείτε τη λέξη κιλότα |