κυλικεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κυλικεῖον | τὰ | κυλικεῖᾰ |
γενική | τοῦ | κυλικείου | τῶν | κυλικείων |
δοτική | τῷ | κυλικείῳ | τοῖς | κυλικείοις |
αιτιατική | τὸ | κυλικεῖον | τὰ | κυλικεῖᾰ |
κλητική ὦ! | κυλικεῖον | κυλικεῖᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυλικείω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κυλικείοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κυλικεῖον < κύλιξ, κυλικ- (προελληνικής προέλευσης[1]) + -εῖον <
Ουσιαστικό
επεξεργασίακυλικεῖον ουδέτερο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- κυλικεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.