Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκευοθήκη οι σκευοθήκες
      γενική της σκευοθήκης των σκευοθηκών
    αιτιατική τη σκευοθήκη τις σκευοθήκες
     κλητική σκευοθήκη σκευοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκευοθήκη < σκεύ(ος) + -ο- + -θήκη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκευοθήκη θηλυκό

  • έπιπλο, ντουλάπι για αποθήκευση σκευών της κουζίνας

  Μεταφράσεις επεξεργασία