Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυβέρνια οι κυβέρνιες
      γενική της κυβέρνιας
    αιτιατική την κυβέρνια τις κυβέρνιες
     κλητική κυβέρνια κυβέρνιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυβέρνια < κυβερνώ + -ια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυβέρνια θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) η εξυπηρέτηση των αναγκών της ζωής ή γενικότερα των οικιακών υποθέσεων
  2. (λαϊκότροπο) οι οικιακές προμήθειες

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία