κυβέρνια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κυβέρνια | οι | κυβέρνιες |
γενική | της | κυβέρνιας | — | |
αιτιατική | την | κυβέρνια | τις | κυβέρνιες |
κλητική | κυβέρνια | κυβέρνιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυβέρνια θηλυκό
- (λαϊκότροπο) η εξυπηρέτηση των αναγκών της ζωής ή γενικότερα των οικιακών υποθέσεων
- (λαϊκότροπο) οι οικιακές προμήθειες
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυβέρνια
|