↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυαμοφαγία οι κυαμοφαγίες
      γενική της κυαμοφαγίας των κυαμοφαγιών
    αιτιατική την κυαμοφαγία τις κυαμοφαγίες
     κλητική κυαμοφαγία κυαμοφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυαμοφαγία < κύαμ(ος) + -ο- + -φαγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κυαμοφαγία θηλυκό, χωρίς πληθυντικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία