κυαμοφαγία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυαμοφαγία < κύαμ(ος) + -ο- + -φαγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίακυαμοφαγία θηλυκό, χωρίς πληθυντικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κυαμοφαγία
|