↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κριθάρισμα τα κριθαρίσματα
      γενική του κριθαρίσματος των κριθαρισμάτων
    αιτιατική το κριθάρισμα τα κριθαρίσματα
     κλητική κριθάρισμα κριθαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κριθάρισμα < κριθαρίζω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κριθάρισμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία