Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κριθάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κριθάρισμα
τα
κριθαρίσμα
τ
α
γενική
του
κριθαρίσμα
τ
ος
των
κριθαρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
κριθάρισμα
τα
κριθαρίσμα
τ
α
κλητική
κριθάρισμα
κριθαρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κριθάρισμα
<
κριθαρίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κριθάρισμα
ουδέτερο
το καθάρισμα του
κριθαριού
, η αποφλοίωσή και το άλεσμά του. Στα αρχαία ελληνικά,
πτισμός
και
πτίση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κριθάρισμα