Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κριθαρίζω < κριθάρι

  Ρήμα επεξεργασία

κριθαρίζω

το καθάρισμα του κριθαριού, η αποφλοίωσή του και το άλεσμά του

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία


Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία