καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κρεούργησις αἱ κρεουργήσεις
      γενική τῆς κρεουργήσεως τῶν κρεουργήσεων
      δοτική τῇ κρεουργήσει ταῖς κρεουργήσεσι(ν)
    αιτιατική τὴν κρεούργησιν τὰς κρεουργήσεις
     κλητική ! κρεούργησι κρεουργήσεις
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κρεούργησις, ήδη το 1889 [1] < κρεουργῶ, κρεουργη- + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κρεούργησις, -εως θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 571, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου