κρεοπῶλις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κρεοπῶλις | αἱ | κρεοπώλιδες | ||||
γενική | τῆς | κρεοπώλιδος | τῶν | κρεοπωλίδων | ||||
δοτική | τῇ | κρεοπώλιδι | ταῖς | κρεοπώλισι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | κρεοπῶλιν | τὰς | κρεοπώλιδας | ||||
κλητική ὦ! | κρεοπῶλι | κρεοπώλιδες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κρεοπῶλις < κρεοπώλ(ης) + -ις. Διαφορετική σημασία του ελληνιστικού κρεόπωλις
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρεοπῶλις, -ιδος θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- s.v. κρεοπώλης (και νεώτερο -ῶλις) - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .