κρεατότουρτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɾe.aˈto.tuɾ.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρε‐α‐τό‐τουρ‐τα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κρεατότουρτα θηλυκό
- (γαστρονομία) πίτα με διάφορα κρεατικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρεατότουρτα
|