Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρεαταγορά οι κρεαταγορές
      γενική της κρεαταγοράς των κρεαταγορών
    αιτιατική την κρεαταγορά τις κρεαταγορές
     κλητική κρεαταγορά κρεαταγορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρεαταγορά < κρέας (κρέατος) + αγορά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρεαταγορά θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία