↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρεαταγορά οι κρεαταγορές
      γενική της κρεαταγοράς των κρεαταγορών
    αιτιατική την κρεαταγορά τις κρεαταγορές
     κλητική κρεαταγορά κρεαταγορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κρεαταγορά < κρέας (κρέατος) + αγορά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κρεαταγορά θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία