κοφτήριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοφτήριο < κόφτω
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοφτήριο ουδέτερο
- (αργκό) μαγαζί, επιχείρηση που κάνει χρυσές δουλειές, που εξαιτίας του εμπορεύματος ή της δραστηριότητας που ασκεί, έχει συνεχώς πελατεία και έχει πολλά έσοδα (σαν να έχει τη μηχανή που "κόβει λεφτά"
- κατάστημα που κόβει μετάλλια
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοφτήριο
|