κοφίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοφίνα | οι | κοφίνες |
γενική | της | κοφίνας | των | κοφινών |
αιτιατική | την | κοφίνα | τις | κοφίνες |
κλητική | κοφίνα | κοφίνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίακοφίνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοφίνα < κοφίν(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -α
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοφίνα θηλυκό
- μεγεθυντικό του κοφίνι
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοφίνα
|
Πηγές
επεξεργασία- κοφίνα — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Ετυμολογία
επεξεργασία- κοφίνα < κοφίν(ι), κοφίν(ιον) + μεγεθυντικό επίθημα -α
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοφίνα
- (μεγεθυντικό) μεγάλο καλάθι, μεγάλο κοφίνι
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κοφίνιον
Πηγές
επεξεργασία- κοφίνα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].