κουφολογία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κουφολογίᾱ | αἱ | κουφολογίαι |
γενική | τῆς | κουφολογίᾱς | τῶν | κουφολογιῶν |
δοτική | τῇ | κουφολογίᾳ | ταῖς | κουφολογίαις |
αιτιατική | τὴν | κουφολογίᾱν | τὰς | κουφολογίᾱς |
κλητική ὦ! | κουφολογίᾱ | κουφολογίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κουφολογίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κουφολογίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κουφολογία < κουφλόγ(ος) + -ία < κουφολογέω. Μορφολογικά, κοῦφ(ος) (άδειος, κενός) + -ο- + -λογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουφολογία θηλυκό
- κουβέντα χωρίς σκέψη, ακριτολογία, φλυαρία, κούφια λόγια
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη κοῦφος
Πηγές
επεξεργασία- κουφολογία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κουφολογία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.