κουφαλιάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακουφαλιάρης αρσενικό
- αυτός που έχει κουφάλες, ή ανοίγει μεγάλες τρύπες
- (μεταφορικά) αυτός που βρίσκει διεξόδους σε προβλήματα,
- (μεταφορικά) ο τυχερός
- (υβριστικό) για ομοφυλόφιλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουφαλιάρης
|