• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κουφάλογο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Δείτε επίσης
      • 1.2.2 Μεταφράσεις
    • 1.3 Αναφορές

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουφάλογο τα κουφάλογα
      γενική του κουφάλογου των κουφάλογων
    αιτιατική το κουφάλογο τα κουφάλογα
     κλητική κουφάλογο κουφάλογα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κουφάλογο < κουφ- + άλογο ή παρετυμολογία του κωφάλαλος [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουφάλογο ουδέτερο

  • (μεταφορικά, σκωπτικά ή υβριστικά) που δεν ακούει καλά, που βαριακούει, σχεδόν κουφός

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • άλογο
  • κουφός

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    κουφάλογο

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ↑ κουφάλογο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κουφάλογο&oldid=6428540"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Οκτωβρίου 2023, στις 16:31

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Οκτωβρίου 2023, στις 16:31.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας