κουφάλογο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουφάλογο < κουφ- + άλογο ή παρετυμολογία του κωφάλαλος [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουφάλογο ουδέτερο
- (μεταφορικά, σκωπτικά ή υβριστικά) που δεν ακούει καλά, που βαριακούει, σχεδόν κουφός
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουφάλογο
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κουφάλογο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας