↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουτσομούρα οι κουτσομούρες
      γενική της κουτσομούρας
    αιτιατική την κουτσομούρα τις κουτσομούρες
     κλητική κουτσομούρα κουτσομούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
κουτσομούρα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουτσομούρα < κουτσο- + μούρ(η) +

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουτσομούρα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία