κουτσοδουλειά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουτσοδουλειά | οι | κουτσοδουλειές |
γενική | της | κουτσοδουλειάς | των | κουτσοδουλειών |
αιτιατική | την | κουτσοδουλειά | τις | κουτσοδουλειές |
κλητική | κουτσοδουλειά | κουτσοδουλειές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουτσοδουλειά θηλυκό
- περιστασιακή δουλειά
- ※ Ήταν εκεί ένας μπάρμπας μου που έκανε κουτσοδουλειές στο πόδι και κείνος μ' έβαλε σ' ένα μπακάλικο να τρώω στην αρχή μόνο ψωμί. (Κωσταντίνος Χατζόπουλος (1923)[1] Η Αννιώ [διήγημα])
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουτσοδουλειά
|