κουτούπωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουτούπωμα < κουτουπώ(νω) + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουτούπωμα ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) η ενέργεια και συνέπεια του κουτουπώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουτούπωμα
|
κουτούπωμα ουδέτερο
|