↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουταλοθήκη οι κουταλοθήκες
      γενική της κουταλοθήκης των κουταλοθηκών
    αιτιατική την κουταλοθήκη τις κουταλοθήκες
     κλητική κουταλοθήκη κουταλοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Κουταλοθήκη

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουταλοθήκη < κουταλ(ι) + -ο- + -θήκη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουταλοθήκη θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία