Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουρτελάτσα οι κουρτελάτσες
      γενική της κουρτελάτσας των κουρτελάτσων
    αιτιατική την κουρτελάτσα τις κουρτελάτσες
     κλητική κουρτελάτσα κουρτελάτσες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουρτελάτσα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουρτελάτσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία