κουρτελάτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κουρτελάτσα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουρτελάτσα θηλυκό
- (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος, ιδιωματισμός) το παρίστιο των μεγάλων ιστιοφόρων πλοίων
- ⮡ η κουρτελάτσα διακρίνεται σε δεξιά ή αριστερή (βλέποντας από την πρύμη) και κάτω, μέτζο και άνω, όπως για παράδειγμα παρακάτω:
- ⮡ κάτω δεξιά κουρτελάτσα (= δεξιό παρακάτιο)
- ⮡ μέτζο δεξιά κορτελάτσα (= δεξιό παραδολώνιο)
- ⮡ άνω δεξιά κουρτελάτσα (= δεξιό παραφωσώνιο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουρτελάτσα
|