κουρίτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουρίτα | οι | κουρίτες |
γενική | της | κουρίτας | των | κουριτών |
αιτιατική | την | κουρίτα | τις | κουρίτες |
κλητική | κουρίτα | κουρίτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κουρίτα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kuˈɾi.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐ρί‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουρίτα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) είδος βάρκας από τη Μικρά Ασία παρόμοιο με πιρόγα
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουρίτα
|
Πηγές
επεξεργασία- κουρίτα σελ.4087 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- κουρίτα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)