κουμμερκιάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κουμμερκιάρης < μεσαιωνική ελληνική κομμερκιάριος < λατινική commerciarius
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουμμερκιάρης αρσενικό
- (παρωχημένο) (ιδιωματικό) τελώνης
- (παρωχημένο) (ιδιωματικό) που εισπράττει το κομμέρκιον (τελωνειακό δασμό)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κουμμερκιάρης
|