Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κοτσυφίνα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
κοτσυφίν
α
οι
κοτσυφίν
ες
γενική
της
κοτσυφίν
ας
των
κοτσυφίν
ων
αιτιατική
την
κοτσυφίν
α
τις
κοτσυφίν
ες
κλητική
κοτσυφίν
α
κοτσυφίν
ες
Κατηγορία
όπως «
ελπίδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κοτσυφίνα
<
κότσυφας
+
-ίνα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κοτσυφίνα
θηλυκό
(
αρσενικό
κότσυφας
)
θηλυκό
του
κότσυφας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κοτσυφίνα
αγγλικά
:
hen blackbird
(en)
,
female
blackbird
(en)
γαλλικά
:
merlette
(fr)
,
merlesse
(fr)