κοτοκροκέτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοτοκροκέτα < κοτό(πουλο) + κροκέτα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ko.to.kɾoˈce.ta/
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοτοκροκέτα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοτοκροκέτα
κοτοκροκέτα θηλυκό