κορμοδέματα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | κορμοδέματα | ||
γενική | των | κορμοδεμάτων | ||
αιτιατική | τα | κορμοδέματα | ||
κλητική | κορμοδέματα | |||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κορμοδέματα (νεολογισμός) < κορμ(ός) + -ο- + δέματα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /koɾ.moˈðe.ma.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κορ‐μο‐δέ‐μα‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακορμοδέματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (οικολογία, νεολογισμός) κορμοί δέντρων, κλαδιά και άλλα παρόμοια τα οποία συναρμόζουν μεταξύ τους, ώστε να περιοριστεί η διάβρωση του εδάφους σ’ ένα (καμένο) δάσος
- ※ Για την Παλαγία, η σχετική μελέτη προβλέπει την κατασκευή κορμοδεμάτων συνολικού μήκους 28.744 μέτρων, σε συνολική έκταση 380 στρεμμάτων. Τα κλαδοδέματα θα έχουν συνολικό μήκος 2.293 μέτρων και θα κατασκευαστούν σε έκταση 30 στρεμμάτων.
- Παπαδόπουλος, Γιάννης (13 Οκτωβρίου 2023), Εβρος: Οι πρώτες οχυρώσεις μετά τη φωτιά, Η Καθημερινή
- ※ Για την Παλαγία, η σχετική μελέτη προβλέπει την κατασκευή κορμοδεμάτων συνολικού μήκους 28.744 μέτρων, σε συνολική έκταση 380 στρεμμάτων. Τα κλαδοδέματα θα έχουν συνολικό μήκος 2.293 μέτρων και θα κατασκευαστούν σε έκταση 30 στρεμμάτων.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κορμοδέματα
|
Πηγές
επεξεργασία- κορμοδέματα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- κορμόδεμα - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr