κλαδοδέματα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | κλαδοδέματα | ||
γενική | των | κλαδοδεμάτων | ||
αιτιατική | τα | κλαδοδέματα | ||
κλητική | κλαδοδέματα | |||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακλαδοδέματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- κλαδιά, κορμοί δέντρων και άλλα παρόμοια τα οποία συναρμόζουν μεταξύ τους, ώστε να περιοριστεί η διάβρωση του εδάφους σ’ ένα (καμένο) δάσος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κλαδοδέματα
|