κορασίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κορασίδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κορασίς + -ίδα < ελληνιστική κοινή κοράσιον, υποκοριστικό του αρχαία ελληνική κόρη[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ko.ɾaˈsi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ρα‐σί‐δα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κορασίδα θηλυκό
- (σπάνιο) το κορίτσι
- (αθλητισμός) αθλήτρια προεφηβικής ηλικίας
- κατηγορία αθλητριών προεφηβικής ηλικίας
- πρωτάθλημα παίδων και κορασίδων
- κατηγορία αθλητριών προεφηβικής ηλικίας
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κορασίδα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κορασίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας