κορίστας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κορίστας | οι | κορίστες |
γενική | του | κορίστα | των | κοριστών |
αιτιατική | τον | κορίστα | τους | κορίστες |
κλητική | κορίστα | κορίστες | ||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακορίστας αρσενικό (θηλυκό κορίστα)
- (μουσική, επάγγελμα) τραγουδιστής που αποτελεί μέρος του χορού, και κυρίως της χορωδίας σε όπερα (μελόδραμα)