κοντομερί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοντομερί < → λείπει η ετυμολογία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κοντομερί | τα | κοντομεριά |
γενική | του | κοντομεριού | των | κοντομεριών |
αιτιατική | το | κοντομερί | τα | κοντομεριά |
κλητική | κοντομερί | κοντομεριά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοντομερί ουδέτερο
- (κρητικά) σίδερο που χρησιμεύει να κρατά κλειστή πόρτα, στερεωνόμενο σε κρίκους, στερεωμένους στον τοίχο και στην πόρτα
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοντομερί
|