κοντεσίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοντεσίνα | οι | κοντεσίνες |
γενική | της | κοντεσίνας | — | |
αιτιατική | την | κοντεσίνα | τις | κοντεσίνες |
κλητική | κοντεσίνα | κοντεσίνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοντεσίνα < ιταλική contessina < μεσαιωνική λατινική comitissa < λατινική comes + -issa < cum + eo
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοντεσίνα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοντεσίνα
|