κομψοτέχνης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kom.psoˈte.xnis/
Ουσιαστικό επεξεργασία
κομψοτέχνης αρσενικό
- ο καλλιτέχνης που κατασκευάζει κομψοτεχνήματα
Συγγενικά επεξεργασία
- κομψοτέχνημα
- και → δείτε τις λέξεις κομψός και τέχνη
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κομψοτέχνης
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κομψοτέχνης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας