↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κομψοτέχνης οι κομψοτέχνες
      γενική του κομψοτέχνη των κομψοτεχνών
    αιτιατική τον κομψοτέχνη τους κομψοτέχνες
     κλητική κομψοτέχνη κομψοτέχνες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κομψοτέχνης < κομψ(ός) + -ο- + -τέχνης[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kom.psoˈte.xnis/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κομψοτέχνης αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία