κομπολόγα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κομπολόγα | οι | κομπολόγες |
γενική | της | κομπολόγας | — | |
αιτιατική | την | κομπολόγα | τις | κομπολόγες |
κλητική | κομπολόγα | κομπολόγες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κομπολόγα < κομπολόγ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -α
Ουσιαστικό
επεξεργασίακομπολόγα ουδέτερο
- μεγάλο, βαρύ κομπολόι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κομπολόγα
|