κομπιναδόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kom.bi.naˈðo.ɾos/
Επίθετο επεξεργασία
κομπιναδόρος αρσενικό (θηλυκό: κομπιναδόρισσα)
- που κάνει κομπίνες
Μεταφράσεις επεξεργασία
κομπιναδόρος
|
κομπιναδόρος αρσενικό (θηλυκό: κομπιναδόρισσα)
|