Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κολύμπημα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κολύμπημα
τα
κολυμπήμα
τ
α
γενική
του
κολυμπήμα
τ
ος
των
κολυμπημά
τ
ων
αιτιατική
το
κολύμπημα
τα
κολυμπήμα
τ
α
κλητική
κολύμπημα
κολυμπήμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κολύμπημα
<
κολυμπώ
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κολύμπημα
ουδέτερο
το
κολύμπι
, η
κολύμβηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κολύμπημα
→
δείτε
τη λέξη
κολύμπι