κολωνακιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ko.lo.naˈco.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐λω‐να‐κιώ‐της
Ουσιαστικό επεξεργασία
κολωνακιώτης αρσενικό (θηλυκό κολωνακιώτισσα)
- (επιθετική λειτουργία) ο Κολωνακιώτης
- Ήρθε ένας Κολωνακιώτης και μου είπε να μην παρκάρω εκεί. Οι κολωνακιώτες καταστηματάρχες θέλουν την περιοχή ελεύθερη.
Άλλες γραφές επεξεργασία
- κολονακιώτης (σπανιότερη ετυμολογική γραφή κατά το κολόνα)
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη Κολωνάκι
Μεταφράσεις επεξεργασία
κολωνακιώτης
|