κολπατζού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κολπατζού < κολπατζ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kol.paˈd͡zu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κολ‐πα‐τζού
Ουσιαστικό
επεξεργασίακολπατζού θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κολπατζής
κολπατζού
|