κολπατζής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κολπατζής αρσενικό (θηλυκό: κολπατζού)
- αυτός που επιτυγχάνει κάποιο σκοπό κάνοντας διάφορα κόλπα, τεχνάσματα ή και με γαλιφιές
κολπατζής αρσενικό (θηλυκό: κολπατζού)