κολλυβισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κολλυβισμός < ελληνιστική κοινή κολλυβίζω + -μός
Ουσιαστικό επεξεργασία
κολλυβισμός αρσενικό
- η εργασία του κολλυβιστή, η ανταλλαγή νομισμάτων
Μεταφράσεις επεξεργασία
κολλυβισμός
|